- σαν-χσιεν
- το, Νμουσ. οικογένεια κινεζικών λαουτοειδών οργάνων με μακρύ βραχίονα χωρίς τάστα, με τρεις χορδές, τετράγωνο ηχείο και κεκλιμένη προς τα πίσω κεφαλή που φέρει τρία κλειδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. san-hsien].
Dictionary of Greek. 2013.